Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ νομισματοπωλική

См. также в других словарях:

  • νομισματοπωλική — νομισματοπωλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομισματοπωλικός — ή, ό (Α νομισματοπωλικός, ή, όν) [νομισματοπώλης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματοπώλη 2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματοπωλική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού νομισματοπώλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»