-
1 νομισματο-πωλικός
νομισματο-πωλικός, ή, όν, zum Geschäft des Geldwechslers gehörig, ἡ νομισματοπωλική, sc. τέχνη, Plat. Soph. 223 d.
См. также в других словарях:
νομισματοπωλική — νομισματοπωλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματοπωλικός — ή, ό (Α νομισματοπωλικός, ή, όν) [νομισματοπώλης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματοπώλη 2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματοπωλική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού νομισματοπώλη … Dictionary of Greek